- στερεότης
- στερεό-της, ητος, ἡ,A hardness, firmness, solidity, Pl.Ti.74e, Arist. PA664b2; of atoms, Epicur.Ep.1p.8U.: metaph. of persons,
σ. καὶ καρτερία Cat.Cod.Astr.5(3).84
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. καὶ καρτερία Cat.Cod.Astr.5(3).84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερεότης — hardness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητα — στερεότης hardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητι — στερεότης hardness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητος — στερεότης hardness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… … Dictionary of Greek